- σιφώνιο(ν)
- το спец, пипетка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιφώνιο — το / σιφώνιον, ΝΑ [σίφων, ωνος] νεοελλ. 1. χημ. λεπτός γυάλινος ή πλαστικός σωλήνας βαθμονομημένος, συνήθως, σε κυβικά εκατοστόμετρα και σε υποδιαιρέσεις τους και συχνά διογκωμένος στο μέσον του, που είναι ανοιχτός και στα δύο του άκρα και… … Dictionary of Greek
σιφώνιο — το ειδικό όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για τη λήψη μικρών ποσοτήτων υγρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροσιφώνιο — το το μεταλλικό άκρο τού πυροσβεστικού σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + σιφώνιο] … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
μικροσιφώνιο — το χημ. σιφώνιο μεγάλης ακριβείας, που αποτελείται από τριχοειδή σωλήνα, βαθμονομημένο ή μη, η εκκένωση τού οποίου από το υγρό που περιέχει πραγματοποιείται με τη βοήθεια εμβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
βελεμνίτες — Μαλάκια που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίζονται σε πετρώματα της τριαδικής περιόδου και εξαφανίζονται κατά την ηώκαινο. Οι γνήσιοι β., μεγάλης στρωματογραφικής σημασίας, χαρακτηρίζουν το μεσοζωικό κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
κλιμενίδες — (clymeniidae). Οικογένεια αμμωνιτών, του φύλου των μαλακίων, που έχουν εκλείψει. Είχαν επίπεδο, δισκοειδές όστρακο, λείο ή με λεπτές γραμμές. Η γραμμή των ραφών είχε απλά σάγματα και λοβούς. Ο εμβρυακός τους θάλαμος ήταν ευρύσαγμος και το σιφώνιό … Dictionary of Greek
κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… … Dictionary of Greek
κυρτοκερατίδες — (cyrtoceratidae). Οικογένεια εξαφανισμένων κεφαλοπόδων της υφομοταξίας των ναυτιλοειδών. Οι αντιπρόσωποί τους έζησαν στις θάλασσες του παλαιοζωικού αιώνα. Είχαν κυρτό κέλυφος, απλό άνοιγμα, ευρύ σιφώνιο και κοντινά διαφράγματα … Dictionary of Greek